- διανοητικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη διανόηση, στη νόηση.2. ο στοχαστικός, ο βαθυστόχαστος: Διανοητική ποίηση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διανοητικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανοητικός — ή, ό (Α διανοητικός, ή, όν) [διανοούμαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διανόηση 2. εμβριθής, βαθύνους νεοελλ. φρ. α) «διανοητική έκπτωση» μείωση τών νοητικών ικανοτήτων οφειλόμενη είτε σε γηρατειά ή σε νευροψυχικές διαταραχές β)… … Dictionary of Greek
διανοητικά — διανοητικός of neut nom/voc/acc pl διανοητικά̱ , διανοητικός of fem nom/voc/acc dual διανοητικά̱ , διανοητικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανοητικώτερον — διανοητικός of adverbial comp διανοητικός of masc acc comp sg διανοητικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανοητικῶν — διανοητικός of fem gen pl διανοητικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανοητικόν — διανοητικός of masc acc sg διανοητικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανοητικαῖς — διανοητικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανοητικαί — διανοητικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανοητικοῖς — διανοητικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανοητικοί — διανοητικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)